- χονδρόκολλα
- η, Νζωική κόλλα που αποτελείται από συστατικά τού χόνδρινου ιστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + κόλλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek